οξυκαμπής

Greek Monolingual

ὀξυκαμπής, -ές (Α)
(για άγκιστρο) αυτός που έχει οξεία καμπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -καμπής (< καμπή), πρβλ. ευκαμπής].