-ου ν (ΑΜ ὀξύνους, -ουν και -οος, -οον)αυτός που έχει οξύ νου, οξεία αντίληψη, εύστροφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + νοῦς / νόος (πρβλ. κακό-νους)].