οπισθοκέλευθος

Greek Monolingual

ὀπισθοκέλευθος, -ον (Α)
αυτός που ακολουθεί κάποιον βαθίζοντας πίσω του, ακόλουθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + κέλευθος «δρόμος, οδός» (πρβλ. οξυκέλευθος)].