ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
ὀξυκέλευθος, -ον (Α)αυτός που διασχίζει τους δρόμους γρήγορα, που τρέχει γρήγορα.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + κέλευθος «οδός» (πρβλ. ομοκέλευθος)].