ηη οπλοδόκη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + -θέτης (< τίθημι), πρβλ. χαρτοθέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].