χαρτοθέτης
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
Greek Monolingual
ο, θηλ. χαρτοθέτρια, Ν
1. (παλαιότερα) εργάτης τυπογραφείου που τροφοδοτούσε με φύλλα χαρτιού το πιεστήριο κατά την εκτύπωση
2. χαρτοθήκη ζωγράφων ή σχεδιαστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + -θέτης (< θέτης < τίθημι), πρβλ. νομοθέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].