οποσάμηνος

Greek Monolingual

ὁποσάμηνος, -ον (Α)
πόσων μηνών («ὁποσάμηνον (ἔμβρυον) οὐκ οἶδα», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπόσος + -μηνος (< μήν, -ός), πρβλ. εικοσάμηνος].