εικοσάμηνος

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338

Greek Monolingual

-η, -ο (AM εἰκοσάμηνος, -ον)
1. αυτός που έχει ηλικία είκοσι μηνών
2. αυτός που διαρκεί είκοσι μήνες
3. το ουδ. ως ουσ. το εικοσάμηνο
διάστημα είκοσι μηνών.