οπωροφθισία

Greek Monolingual

ὀπωροφθισία, ἡ (Μ)
το τέλος της εποχής της οπώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + φθίσις (< φθίνω) κατά τα θηλ. σε -ία].