ὀπωροφθισία

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87

German (Pape)

[Seite 365] ἡ, das Verderben des Obstes, der Früchte, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπωροφθισία: ἡ, τὸ τέλος, ἡ λῆξις τῶν ὀπωρῶν, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 503.

Greek Monolingual

ὀπωροφθισία, ἡ (Μ)
το τέλος της εποχής της οπώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + φθίσις (< φθίνω) κατά τα θηλ. σε -ία].