οργώ
Greek Monolingual
(Α ὀργῶ, -άω) οργή
(για ανθώπους και ζώα) έχω έντονη επιθυμία για συνουσία
νεοελλ.
1. βρίσκομαι στο ανώτατο σημείο γενετήσιας διέγερσης
2. επιδίδομαι με μεγάλο ζήλο σε κάτι («ἐπ' ἔργον ἡ χεὶρ ἂν ὀργὰ κι ἡ ψυχή», Βιζυην.)
αρχ.
1. (για το έδαφος) αρδεύομαι καλά και είμαι έτοιμος για παραγωγή καρπού
2. είμαι έτοιμος
3. κατεργάζομαι.