ορθρίδιος

Greek Monolingual

ὀρθρίδιος, -ίη, -ον (Α)
όρθριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όρθρος + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. αιφνίδιος, παυρίδιος)].