ο, η (Α ὀρθόκερως, -ωτος)
αυτός που έχει όρθια, ίσα, στητά κέρατα («ὀρθόκερως βοῦς», Αισχύλ.)
αρχ.
φρ. «ὀρθόκερως φρίκη» — φρίκη λόγω της οποίας σηκώνονται οι τρίχες και στέκονται σαν κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -κέρως (< κέρας, -ατος), πρβλ. οξύκερως].