ορνεόμορφος
Greek Monolingual
ὀρνεόμορφος, -ον (Α)
αυτός που έχει τη μορφή ορνέου, πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + -μορφος (< μορφή), πρβλ. τερατόμορφος].
ὀρνεόμορφος, -ον (Α)
αυτός που έχει τη μορφή ορνέου, πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + -μορφος (< μορφή), πρβλ. τερατόμορφος].