ὀρνεόμορφος

English (LSJ)

ὀρνεόμορφον, bird-shaped, Procl.Par.Ptol.281.

German (Pape)

[Seite 382] von Vogelgestalt, Procl.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνεόμορφος: -ον, ὁ ἔχων μορφὴν ὀρνέου, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. 281.

Greek Monolingual

ὀρνεόμορφος, -ον (Α)
αυτός που έχει τη μορφή ορνέου, πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + -μορφος (< μορφή), πρβλ. τερατόμορφος].