οροαλβουμίνη
Greek Monolingual
η
(βιοχ.) πρωτεΐνη που αποτελεί το 55% του συνόλου τών πρωτεϊνών του πλάσματος του αίματος, κύρια λειτουργία της οποίας είναι η διατήρηση της ωσμωτικής ισορροπίας μεταξύ τών αγγείων και τών ιστών, αλλ. αιματολευκωματίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. serumalbumine < λατ. serum «ορός» (βλ. λ. ορός) + albumine (βλ. λ. αλβουμίνες)].