οροθετώ

Greek Monolingual

(ΑΜ ὁροθετῶ, -έω) οροθέτης
1. προσδιορίζω τα σύνορα, τοποθετώ ορόσημα, θέτω τα όρια μιας περιοχής
2. μτφ. καθορίζω.