(Α ὀρφανίζω) ορφανόςκάνω κάποιον ορφανό, του στερώ τους γονείςαρχ.1. στερώ, αποστερώ («ὀρφανίζεσθαι τῶν φίλων», Γοργι.)2. εκβάλλω, αφαιρώ3. απαλείφω, εξαλείφω.