ορχίλος

Greek Monolingual

ὀρχίλος και ὀρχιλος, ὁ (Α)
είδος πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὀρχίλος παράγεται από το ρ. ὀρχοῦμαι «χορεύω» με την υποκορ. κατάλ. -ίλος, που απαντά και σε άλλα ον. πτηνών (πρβλ. σποργίλος, τροχίλος). Το πτηνό αυτό ονομάστηκε έτσι λόγω της έντονης κινητικότητας και ζωηρότητάς του].