σποργίλος
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
moineau, oiseau.
Étymologie: DELG vha. sperka, v-pruss. spergla- « moineau ».
Greek Monolingual
ὁ, Α
είδος πουλιού, πιθ. ο σπουργίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. σποργ-ίλος / σπέργ-ουλος συνδέονται με τ. της Γερμανικής και Βαλτικής με σημ. «σπουργίτι» και φωνηεντισμό e, όπως αρχ. άνω γερμ. sperka, αρχ. πρωσ. spergla (και με διαφορετικό φωνηεντισμό spurglis), ενώ ο τ. σπαράσιον (< σπαρ-Fάσιον) με τα γοτθ. sparwa, αρχ. άνω γερμ. sparo, αρχ. νορβ. sperr. Με τους τ. επίσης συνδέονται πιθ. το ελλ. ψάρ «το πουλί ψαρόνι» και το λατ. parra «όρνις». Από τους τ. σποργίλος, σπέργουλος και σπαράσιον αρχαιότερος είναι ο τ. σποργίλος σχηματισμένος με επίθημα -ιλος, που απαντά και σε άλλα ονόματα πουλιών (πρβλ. ὀρχίλος, τροχίλος), ενώ ο τ. σπαράσιον εμφανίζει σπάνιο επίθημα (πρβλ. κοράσιον, κορυφάσιον). Για τον τ. σπέργουλος / πέργουλον βλ. λ. σπέργουλος.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: a bird, probably sparrow (Ar. Av. 300 with allusion to a PN).
Derivatives: Beside it σπέργουλος (also π-) ὀρνιθάριον ἄγριον and σπαράσιον ὄρνεον ἐμφερες στρουθῳ̃ H. Also στρουθὸς πυργίτης (Gal.; after πύργος). (Does this point to σποργ-/(σ)πυργ-?)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation: σποργ-ίλος as ὀρχίλος, τροχίλος a. other birdnames; σπέργουλος dialectal for *σπεργ-ύλος like κηρύλος a. o. (Chantraine Form. 249 u. 251). The forms with -γ- have a counterpart in a Germ. and Balt. name of the sparrow: MHG sperke, OPr. spurglis, also spergle-wanag<is> sparrow-hawk ("sparrow-vulture"(?). Hypothetic, partly certainly wrong attempts, to bring the different forms in a morphological system by Specht Ursprung 89, 145 f., 213. Further forms w. lit. in WP. 2, 666f., Pok. 991, W.-Hofmann s. parra; further Thompson Birds s. v. Older lit. also in Bq. -- Cf. ψάρ, σπαράσιον.
Frisk Etymology German
σποργίλος: {sporgílos}
Grammar: m.
Meaning: N. eines Vogels, wahrsch. Sperling (Ar. Av. 300 mit Anspielung auf einen PN).
Derivative: Daneben σπέργουλος (auch π-)· ὀρνιθάριον ἄγριον und σπαράσιον· ὄρνεον ἐμφερὲς στρουθῳ̃ H. Auch στρουθὸς πυργίτης (Gal.; nach πύργος).
Etymology : Bildung: σποργίλος wie ὀρχίλος, τροχίλος u. andere Vogelnamen; σπέργουλος dialektisch für *σπεργύλος wie κηρύλοσ u. a. (Chantraine Form. 249 u. 251); σπαράσιον wie κοράσιον. Die Formen mit -γ- haben ein Gegenstück in einem germ. und balt. Namen des Sperlings : mhd. sperke, apreuß. spurglis,. auch spergle-wanag<is> Sperber ("Sperlingsgeier"). Wenn aus *σπαρϝάσιον, läßt sich σπαράσιον mit einem weitverbreiteten germ. Namen des Sperlings vergleichen, z.B. got. sparwa, ahd. sparo, awno. spǫrr, urg. *sparu̯a(n)-. IIypothetische, z. T. entschieden verfehlte Versuche, die verschiedenen Formen in einem morphologischen System unterzubringen. bei Specht Ursprung 89, 145 f., 213. Weitere Formen m. Lit. bei WP. 2, 666f., Pok. 991, W.-Hofmann s. parra; dazu noch Thompson Birds s. v. Ält. Lit. auch bei Bq. — Vgl. ψάρ.
Page 2,771-772