οστάριο

Greek Monolingual

το (ΑΜ ὀστάριον)
μικρό κόκαλο, κοκαλάκι
μσν.-αρχ.
ο πυρήνας, το κουκούτσι του καρυδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + υποκορ. κατάλ. -άριον, με αφαίρεση της κατάλ. -έον].