οστεουλκός

Greek Monolingual

ο (Α ὀστεουλκός)
λαβίδα για τη συγκράτηση και την εξαγωγή θραυσμάτων οστού, η οστεάγρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -ουλκός (< ὁλκή ή ὁλκός < ἕλκω), πρβλ. λιθουλκός, ξιφουλκός].