(ΑΜ οὐδέποτε, Α ιων. τ. οὐδέκοτε δωρ. τ. οὐδέποκα και, στον Όμ., οὐδέ ποτε)επίρρ. ούτε μια φορά, ποτέ.[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέ + ποτέ (πρβλ. μηδέποτε)].