ουλόκερως

Greek Monolingual

οὐλόκερως, -ων (Α)
αυτός που έχει ελικοειδή, συνεστραμμένα ή καμπύλα κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (ΙΙ) «ελικοειδής» + -κέρως (< κέρας), πρβλ. ορθό-κερως].