ὀφιομάχος και κατά δ. γρφ.> ὀφεομάχος, ον, αρσ. και ὀφιομάχης (Α)1. αυτός που μάχεται με φίδια2. είδος ακρίδας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος / -εος + -μάχος / -μάχης (< μάχομαι), πρβλ. θαλασσομάχος].