συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
ὀφεομάχος: ον,= ὀφιομάχος, Βυζ.
ὀφιομάχος και κατά δ. γρφ.> ὀφεομάχος, ον, αρσ. και ὀφιομάχης (Α)
1. αυτός που μάχεται με φίδια
2. είδος ακρίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος / -εος + -μάχος / -μάχης (< μάχομαι), πρβλ. θαλασσομάχος].