ὀφιομάχος

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀφῐομᾰ́χος Medium diacritics: ὀφιομάχος Low diacritics: οφιομάχος Capitals: ΟΦΙΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: ophiomáchos Transliteration B: ophiomachos Transliteration C: ofiomachos Beta Code: o)fioma/xos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, fighting with serpents, γνώμη Ph.1.86: as substantive, a kind of locust, and the ichneumon, Hsch.:—in the former sense ὀφῐομάχης is found in LXX Le.11.22, Ph. 1.39.

German (Pape)

[Seite 426] mit Schlangen kämpfend, Hesych., eine Art Heuschrecke, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφιομάχος: -ον, ὁ μαχόμενος πρὸς ὄφεις· ὡς οὐσιαστ., εἶδος ἀπτέρου ἀκρίδος, καὶ ὁ ἰχνεύμων, Ἡσύχ.· ὁ Σουΐδ. ἔχει τὸν τύπον ὀφιομάχης καὶ ἑρμηνεύει: «εἶδος ἀκρίδος, μὴ ἔχον πτερά».

Greek Monolingual

ὀφιομάχος και κατά δ. γρφ.> ὀφεομάχος, ον, αρσ. και ὀφιομάχης (Α)
1. αυτός που μάχεται με φίδια
2. είδος ακρίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος / -εος + -μάχος / -μάχης (< μάχομαι), πρβλ. θαλασσομάχος].