ὀφιόπους, -οδος, ὁ, ἡ (Α)(για γυναικόμορφο φάντασμα) αυτός που έχει οφιοειδή πόδια ή που αντί για πόδια έχει φίδια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + πους].