οχιά

Greek Monolingual

η
1. ζωολ. κοινή ονομασία τών δέκα περίπου ειδών ιοβόλων φιδιών του γένους vipera, η έχιδνα
2. μτφ. (για πρόσ.) πολύ κακός και ύπουλος, ιδίως μοχθηρή γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἔχις, με επίδραση του όφις].