(ΑΜ ὀχλῶ, -έω) όχλοςενοχλώνεοελλ.(νομ.) κάνω υπόμνηση του χρέους του οφειλέτη προς εμένααρχ.1. κινώ, κυλίω («ψηφῖδες ἅπασαι οχλεῡνται», Ομ. Ιλ.)2. παθ. ὀχλοῦμαι, -έομαι(σχετικά με τόπο) γεμίζω από κόσμο.