οχύρωμα

Greek Monolingual

το (Α ὀχύρωμα οχυρώ
οχυρωμένη τοποθεσία, οχυρό
νεοελλ.
συνεκδ. τεχνικό έργο που εξασφαλίζει την αμυντική ικανότητα μιας θέσης.