ούλω
Greek Monolingual
οὔλω και, κατά τον Ησύχ., οὐλῶ, -έω (Α)
1. είμαι ολόκληρος, ακέραιος ή υγιής, αβλαβής
2. (στην προστ. στον Όμ.) οὖλε
χαίρε, γεια σου
3. (κατά τον Ησύχ.) «οὐλείοιεν
ἐν ὑγείᾳ φυλάσσοιεν» και «οὖλε
υγίαινε, ἀφ' οὗ καὶ τὸ υγιές γενόμενον ἕλκος οὐλήν λέγουσι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅλος. Ο τ. οὖλε, που εκ πρώτης όψεως φαίνεται σαν κλητική του ὅλος, μαρτυρείται στον Όμηρο στη φρ. οὖλέ τε καὶ μέγα χαῖρε, όπου δεν λειτουργεί ως όνομα αλλά ως προστακτική ενός ρήματος οὔλω, που μαρτυρείται αργότερα στον. Στράβωνα (πρβλ. λατ. salve, «χαίρε», βλ. λ. όλος)].