(Α οὔπω και οὔ πω και ιων. τ. οὔκω)επίρρ. όχι ακόμη, ακόμη δεννεοελλ.φρ. α) «ούπω καιρός» — δεν είναι ακόμη ο καιρόςβ) «όσον ούπω» — βλ. οσονούπωαρχ.(χρησιμοποιείται ως επιτ. αρνήσεως) με κανέναν τρόπο, διόλου.