ούτις

Greek Monolingual

οὔτις, γεν. οὔτινος και οὔτιδος, ουδ. οὔτι (Α)
1. ουδείς, κανείς («λιτᾱν δ' ἀκούει μὲν οὔτις θεῶν», Αισχύλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) οὔτι
ουδόλως, κατ' ουδένα τρόπο
3. (το αρσ. με διαφορετικό τονισμό ως κύριο όν.) ὁ Οὖτις
ο Κανείς, το ψεύτικο όνομα που χρησιμοποίησε ο Οδυσσεύς προκειμένου να εξαπατήσει τον Πολύφημο
4. φρ. «Περὶ οὔτιδος» — τίτλος έργου του Χρυσίππου, σχετικού με ένα είδος σοφίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρνητικό μόριο οὐ + τίς (πρβλ. μή-τις [ΙΙ])].