ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water
(Μ οὐδόλως)επίρρ. καθόλου, διόλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέ + επιρρ. ὅλως (πρβλ. μηδόλως)].