ουδόλως

From LSJ

ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water

Source

Greek Monolingual

οὐδόλως)
επίρρ. καθόλου, διόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέ + επιρρ. ὅλως (πρβλ. μηδόλως)].