Οδυσσεύς
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
Greek Monolingual
και Οδυσσέας, ο (Α Ὀδυσσεύς, -έως και ιων. τ. γεν. -ῆος, και Οὐλιξεύς και Οὐλίξης και Ὀλυσεύς και Ὀλυσσεύς και Ὀλυτεύς και Ὀλυττεύς και Ὀλισεύς και Ὀλυσσεύς και, επικ. τ., Ὀδυσεύς, -εῡς)
μυθικός βασιλιάς της Ιθάκης, κεντρικός ήρωας της Οδύσσειας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ. Η μεγάλη ποικιλία τών μορφών της λ. οδηγεί στην υπόθεση ότι πρόκειται για δάνεια λ. ανατολικής ή μεσογειακής προέλευσης. Οι αρχαιότεροι τ. της λ. είναι αυτοί με -λ- (πρβλ. λατ. Ulixes), ενώ ο τ. Ὀδυσσεύς μαρτυρείται στην αρχ. εποχή μόνο σε λογοτεχνικά κείμενα. Η εναλλαγή τών -λ- και -δ- (βλ. και λ. λαβύρινθος) μπορεί να εξηγηθεί εάν υποτεθεί ότι το -λ- στη Μυκηναϊκή έλαβε προφορά παρόμοια με αυτήν του -δ- / d /. Η λ. είχε παλαιότερα συνδεθεί παρετυμολογικά με το ρ. ὀδύσσομαι «μισώ», άποψη που στηριζόταν σε χωρίο της Οδύσσειας, όπου ο Οδυσσέας χαρακτηριζόταν ως παιδί του μίσους. Κατ' άλλους, ο Οδυσσεύς, ως ανατολικός ήρωας, συνδέεται πιθ. με λυδικό Λίξης. Τέλος, δεν φαίνεται πιθ. η σύνδεση του με το όν. του Αυτολύκου, του παππού του Οδυσσέως από τη μητέρα του].