οἰκίδιος

English (LSJ)

[ῐδ], α, ον, = οἰκεῖος, domestic, Opp.C.1.473.

German (Pape)

[Seite 301] = οἰκεῖος, Sp., wie Opp. Cyn. 1, 472.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκίδιος: -α, -ον, = οἰκεῖος, Ὀππ. Κ. 1. 473.

Greek Monolingual

οἰκίδιος, -ία, -ον (Α)
1. οικείος, οικιακός, σπιτικός
2. αυτός που γίνεται στο σπίτι, σε αντιδιαστολή προς τον δημόσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. μητρίδιος)].