οἰκῶναξ

English (LSJ)

ακτος, ὁ
A, (ἄναξ) master of a house, Hsch. s.v. ἑστιᾶχος.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκῶναξ: -ακτος, ὁ, (ἄναξ) ὁ ἄναξ, ὁ κύριος οἴκου, οἰκοδεσπότης, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἑστιοῦχος (ἑστιᾶχος Schm.).

Greek Monolingual

οἰκῶναξ, -ακτος, ὁ (Α)
κύριος του σπιτιού, οικοδεσπότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + ἄναξ (πρβλ. χειρώναξ)].