οἰνάριον

English (LSJ)

τό, Dim. of οἶνος,
A weak or bad wine, D.35.32, Alex.275, Diph.60.8, Polioch.2.7, etc.: pl., POxy.1672.5 (i A. D.).
II a little wine, Diocl.Fr.141, Epict.Ench.12, Sor.1.64, AP 11.189 (Lucill.).
III colloq. for οἶνος, Thphr. Char.17.2, PEleph. 13.5 (iii B. C.): pl., PCair.Zen.373 (iii B. C.), Ostr.Bodl.iii 369.
IV = ἄμπελος, Gal.19.125.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 mauvais vin;
2 petite quantité de vin.
Étymologie: dim. de οἶνος.

German (Pape)

τό, dim. von οἶνος, ein wenig Wein, schlechter, schwacher Wein; Dem. 35.32; S.Emp. pyrrh. 1.81.
[α ist lang bei Alexis Ath. I.29a und II.47c; kurz bei Poliuch. Ath. II.60c und bei Lucill. 81 (XI.189).]

Russian (Dvoretsky)

οἰνάριον: (ᾱ, редко ᾰ) τό
1 неважное винцо, винишко Dem.;
2 немножко вина Sext.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ οἶνος, ἀδύνατοςἄθλιος οἶνος, Δημ. 933. 24, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 5, Δίφιλ. ἐν «Παρασίτῳ» 1. 8, Πολίοχος ἐν Ἀδήλ. 1. 7, κτλ. ΙΙ. ὀλίγος οἶνος, Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 12.

Greek Monolingual

οἰνάριον, τὸ (ΑΜ) οίνος
(υποκορ. του οίνος) κρασάκι
αρχ.
1. αδύνατο ή άθλιο κρασί
2. λίγο κρασί, μικρή ποσότητα κρασιού («ἐφθόνησέ μοι τοῦ ζωμοῦ καὶ τοῦ οἰναρίου» Θεόφρ.)
3. η άμπελος.

Greek Monotonic

οἰνάριον: [ᾰ], τό, υποκορ. του οἶνος, αδύνατο ή κακής ποιότητας κρασί, σε Δημ.

Middle Liddell

οἰνᾰ́ριον, ου, τό, [Dim. of οἶνος.]
weak or bad wine, Dem.