οἰνοχοέω
English (LSJ)
v. οἰνοχοεύω.
French (Bailly abrégé)
οἰνοχοῶ :
impf. ᾠνοχόουν, f. οἰνοχοήσω, ao. ᾠνοχόησα;
1 verser du vin τινί, à qqn ; Pass. οἰνοχοέομαι, οἰνοχοοῦμαι, être célébré par des libations de vin;
2 verser à boire (du nectar, etc.).
Étymologie: οἰνοχόος.
German (Pape)
Mundschenk sein, Wein einschenken; δαιτρεῦσαί τε καὶ ὀπτῆσαι καὶ οἰνοχοῆσαι, Od. 15.322; ἐῳνοχόει, 20.255; νέκταρ ἐῳνοχόει, Il. 4.3; aber οἰνοχόει liest Bekker für ᾠνοχόει Il. 1.598; Xen. Cyr. 1.3.8; τινί, Pol. 14.11.2; Sp.
Russian (Dvoretsky)
οἰνοχοέω: (impf. ᾠνοχόουν - эп. οἰνοχόουν и ἐῳνοχόουν; эп. part. οἰνοχοεῦντες = οἰνοχουντες; inf. aor. οἰνοχοῆσαι)
1 служить виночерпием, наливать вино (θεοῖς Hom.);
2 отмечать винными возлияниями, праздновать с чашами вина (οἰνοχοεῖται περὶ Νάξον ἐπινίκια Plut.);
3 наливать, цедить (νέκταρ Hom.);
4 перен. отпускать широкой струей, т. е. щедро предоставлять (ἄκρατον τοῖς πολίταις ἐλευθερίαν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰνοχοέω: ἴδε οἰνοχοεύω.
English (Autenrieth)
and οἰνοχοεύω, ipf. ᾠνοχόει (οἰνοχόει), ἐῳνοχόει, aor. inf. οἰνοχοῆσαι: be cup-bearer, pour wine, nectar, Il. 4.3.
Greek Monotonic
οἰνοχοέω: Επικ. γʹ ενικ. παρατ. οἰνοχόει, ἐῳνοχόει, μέλ. -ήσω, απαρ. αόρ. αʹ οἰνοχοῆσαι (οἰνοχόος)·
1. σερβίρω κρασί για να πιουν οι συνδαιτυμόνες, σε Όμηρ.
2. με αιτ., νέκταρ ἐῳνοχόει, αυτή (δηλ. η Ήβη) σέρβιρε νέκταρ αντί για κρασί, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
οἰνοχόος
1. to pour out wine for drinking, Hom.
2. c. acc., νέκταρ ἐωινοχόει she was pouring out nectar for wine, Il.