οἰστέος
English (LSJ)
α, ον
A, (φέρω) to be borne, S.OC1360.
II οἰστέον = one must bear, E.Or.769; βαρὺ μέν, οἰστέον δ' ὅμως Id.Hel.268, cf. Men. 531.9.
2 one must get, κέρδος S.Ant.310.
3 one must pay, φόρον Isoc.14.10.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qu'il faut porter, supporter.
Étymologie: adj. verb. de οἴσω, f. de φέρω.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
οἰστέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ φέρω, ὃν δεῖ φέρειν, Σοφ. Ο. Κ. 1360. ΙΙ. οἰστέον, δεῖ φέρει, Εὐρ. Ὀρ. 769· βαρὺ μέν, οἰστέον δ’ ὅμως ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 268. 2) δεῖ κερδαίνειν, τὸ κέρδος ἔνθεν οἰστέον Σοφ. Ἀντ. 310. 3) δεῖ εἰσφέρειν, φόρον Ἰσοκρ. 298D.
Greek Monotonic
οἰστέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του φέρω·
I. αυτός που πρέπει να υποφέρουμε, να ανεχόμαστε, σε Σοφ.
II. 1. οἰστέον, κάτι που πρέπει να αντέχουμε, σε Ευρ.
2. κάτι που πρέπει να πάρουμε, το κέρδος, σε Σοφ.
Middle Liddell
οἰστέος, η, ον, verb. adj. of φέρω
I. to be borne, Soph.
II. οἰστέον one must bear, Eur.
2. one must get, κέρδος Soph.