οἴστρησις
English (LSJ)
-εως, ἡ, mad passion, φρενῶν Corp.Herm.13.4, cf. Ael.Fr.122, Gp.17.5.4.
Greek (Liddell-Scott)
οἴστρησις: ἡ, τὸ οἰστρᾶν, σφοδρὸν πάθος, αἱ ὑπὲρ τῶν γυναικῶν οἰστρ. Σουΐδ.
Greek Monolingual
οἴστρησις, ἡ (ΑΜ) οιστρώ
(ιδίως σχετικά με τον έρωτα) μανιώδης έξαψη, παράφορο πάθος.
German (Pape)
ἡ, das Wuten, heftige Leidenschaft, bes. von der Liebe, Suid.