οιστρώ
From LSJ
Greek Monolingual
οἰστρῶ, -άω και -έω (ΑΜ, Α εσφ. γρφ. οἰστρῶ, -όω) οίστρος
(για τον οίστρο) ταράζω τα ζώα με το τσίμπημα ή, απλώς, με τον βόμβο που κάνω, προκαλώ οίστρωση
αρχ.
1. επιφέρω μανία σε κάποιον, ερεθίζω («τοιγάρ νιν αὐτάς ἐκ δόμων ᾤστρησ' ἐγὼ μανίαις», Ευρ.)
2. (για ζώα) προσβάλλομαι από τον οίστρο
3. (για την Ιώ) κυριεύομαι ή διακατέχομαι από σφοδρό πάθος («ἐντεύθεν οἰστρήσασα τὴν παρακτίαν κέλευθον ἦξας πρὸς μέγαν κόλπον Ῥέας», Αισχύλ.)
4. (για τον Μενέλαο) παραφρονώ («ὃ δὲ καθ' Ἑλλάδ' οἰστρήσας δρόμῳ ὅρκους παλαιοὺς Τυνδάρεω μαρτύρεται», Ευρ.)
5. υποφέρω, βασανίζομαι, αγωνιώ («κεντουμένη κύκλῳ ἡ ψυχὴ οἰστρᾷ καὶ ὀδυνᾱται», Πλάτ.)
6. παθ. οἰστρῶμαι, -άομαι και οἰστροῦμαι, -έομαι
διεγείρομαι ερωτικά («τὰς θηλείας εἰς μεῖξιν οἰστρᾶσθαι», Αιλ.).