οιστρώ

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source

Greek Monolingual

οἰστρῶ, -άω και -έω (ΑΜ, Α εσφ. γρφ. οἰστρῶ, -όω) οίστρος
(για τον οίστρο) ταράζω τα ζώα με το τσίμπημα ή, απλώς, με τον βόμβο που κάνω, προκαλώ οίστρωση
αρχ.
1. επιφέρω μανία σε κάποιον, ερεθίζωτοιγάρ νιν αὐτάς ἐκ δόμων ᾤστρησ' ἐγὼ μανίαις», Ευρ.)
2. (για ζώα) προσβάλλομαι από τον οίστρο
3. (για την Ιώ) κυριεύομαι ή διακατέχομαι από σφοδρό πάθος («ἐντεύθεν οἰστρήσασα τὴν παρακτίαν κέλευθον ἦξας πρὸς μέγαν κόλπον Ῥέας», Αισχύλ.)
4. (για τον Μενέλαο) παραφρονώ («ὃ δὲ καθ' Ἑλλάδ' οἰστρήσας δρόμῳ ὅρκους παλαιοὺς Τυνδάρεω μαρτύρεται», Ευρ.)
5. υποφέρω, βασανίζομαι, αγωνιώ («κεντουμένη κύκλῳ ἡ ψυχὴ οἰστρᾷ καὶ ὀδυνᾱται», Πλάτ.)
6. παθ. οἰστρῶμαι, -άομαι και οἰστροῦμαι, -έομαι
διεγείρομαι ερωτικά («τὰς θηλείας εἰς μεῖξιν οἰστρᾶσθαι», Αιλ.).