οὔρημα

English (LSJ)

-ατος, τό, = οὖρον, urine, Hp.Nat. Hom.14.

German (Pape)

[Seite 418] τό, Urin, Harn, Hippocr. u. a. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

οὔρημα: τό, = οὖρον, «κάτουρον», Ἱππ. 230. 54., 231. 2, ἐν τῷ πληθ.

Greek Monolingual

το (Α οὔρημα) ουρώ
το προϊόν της ούρησης, το ούρο.