πάλσις

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A rapid motion, vibration, ἀκτίνων Porph. ap. Eus.PE 3.11; in Epicur., = παλμός, internal vibration, Ep.1p.12U.
2 brandishing, δοράτων EM394.56; palpitation, τῆς καρδίας Chrysipp.Stoic.2.247.

German (Pape)

[Seite 453] ἡ, das Schwingen, E. M. 394, 56 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πάλσις: -εως, ἡ, τὸ πάλλειν, ἀπὸ τῆς τῶν δοράτων πάλσεως Ἐτυμ. Μ. 394, 56, Πορφ. παρ’ Εὐσ. Π. Ε. 112Β.

Greek Monolingual

πάλσις, ἡ (Α) πάλλω
1. το να πάλλει κάποιος κάτι, κραδασμός
2. αστραπιαία κίνηση
3. η παλμική κίνηση της καρδιάς
4. (στον Επίκουρο) εσωτερική δόνηση, παλμός.