δόνηση

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225

Greek Monolingual

η δονώ
το να δονείται κάτι, κραδασμός, παλμική κίνηση, τίναγμα («σεισμική δόνηση»).