πάμφορβος
English (LSJ)
η, ον, all-feeding, παλάμη AP7.698 (Christod.), cf. Epigr.Gr.1036 (Nicomedia, dub.), Eust.978.4.
German (Pape)
[Seite 455] allernährend; Eust. 978, 4; fem. παμφόρβη παλάμη Christod. 2 (VII, 698).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui nourrit tout le monde, nourricier.
Étymologie: πᾶν, φορβή.
Russian (Dvoretsky)
πάμφορβος: питающий всех (παλάμη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
πάμφορβος: -η, -ον, ὁ πάντα τρέφων, πολύφορβος, Ἀνθ. Π. 7. 698, Εὐστ. 978. 4.
Greek Monolingual
πάμφορβος, -όρβη, -ον (ΑΜ)
αυτός που τρέφει τους πάντες («παμφόρβη παλάμη», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -φορβος (< φορβή), πρβλ. πολύφορβος].
Greek Monotonic
πάμφορβος: -η, -ον, (φέρβω), αυτός που τρέφει τους πάντες, σε Ανθ.