πάμφυρτος
English (LSJ)
πάμφυρτον, mixed of all sorts, γέννημα Ph.1.148, cf. 2.53, Longin.9.7, Opp.H.1.779: neuter plural as adverb, confusedly, S. Ichn.232.
German (Pape)
[Seite 455] aus Allem gemischt, durch einander gewirrt; ἀφυσγετός, Opp. Hal. 1, 779; auch in späterer Prosa, wie Philo.
Greek (Liddell-Scott)
πάμφυρτος: -ον, ἀναμεμιγμένος ἐκ παντὸς εἴδους, Ὀππ. Ἁλ. 1. 779, Λογγῖν. 9. 7.
Greek Monolingual
πάμφυρτος, -ον (Α)
1. αναμεμιγμένος με κάθε είδος, σύνθετος από διάφορα πράγματα, παντοειδής
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πάμφυρτα
συγκεχυμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -φυρτος (< φύρω «ανακατεύω»)].