πάρδος

English (LSJ)

ὁ, later form of πάρδαλις, Ael.NA1.31; Lat. pardus, the male of the panthera, Plin.HN8.63.

German (Pape)

[Seite 509] wie πάρδαλος und πάνθηρ, ὁ, Parder, Pardel, Panther; Schol. Ar. Plut. 699; Ael. H. A. 1, 31; nach Einigen soll das männliche Tier so heißen.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
léopard ou panthère, animal.
Étymologie: cf. πάρδαλις.

Greek (Liddell-Scott)

πάρδος: ὁ, μεταγεν. τύπος ἀντὶ πάρδαλις, Αἰλ. π. Ζ. 1. 31· ― κατὰ τὸν Πλίν. ὁ pardus ἦτο τὸ ἄρρεν, τοῦ θήλεος καλουμένου panthera, 8. 23.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
το αρσενικό του ζώου πάρδαλις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πάρδος είναι μτγν. και έχει πιθ. σχηματιστεί από επίδραση του λατ. pardus (βλ. και λ. πάρδαλις, λεόπαρδος)].