πάσπαλος

English (LSJ)

ὁ, = κέγχρος, Gal.19.128.

Greek (Liddell-Scott)

πάσπᾰλος: ὁ, = κέγχρος· πασπαλίτης, ὁ, = κεγχραλέτης, Γαλην. Λεξ. Ἱππ. 540.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο κέγχρος, το κεχρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του πασπάλη κατά τα αρσ. σε -ος].